πρωτεπιστάτης

πρωτεπιστάτης
και πρωτοεπιστάτης, ο, Ν
εκκλ. ο προϊστάμενος τών επιστατών, ο πρώτος από τους τέσσερεις ηγουμένους
επιστάτες τού Αγίου Όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + επιστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοεπιστάτης — ο, Ν εκκλ. βλ. πρωτεπιστάτης …   Dictionary of Greek

  • Ευλόγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (570 607). Η μνήμη του τιμάται στις 13 Φεβρουαρίου. 2. Ε ο μάρτυς. Καταγόταν από την Παλαιστίνη και μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Μαρτίου. 3. Ε. ο όσιος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”